1.3.1.2  ΘΕΜΑΤΑ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ   (Περιεχόμενα)

Η τεχνολογία η οποία χρησιμοποιούνταν περισσότερο παλαιότερα στα οπτικά ασύρματα δίκτυα, στηρίζεται στην υπέρυθρη ακτινοβολία με διάχυση (Diffused Infrared - DFIR technology). Στο παρακάτω σχήμα φαίνεται μια τυπική εγκατάσταση DFIR. Ένα από τα κυριότερα πλεονεκτήματα αυτής της μεθόδου είναι ότι δεν απαιτεί την άμεση οπτική επαφή μεταξύ του πομπού και του δέκτη. Αντ’ αυτού, ο δέκτης «συλλέγει» και στη συνέχεια ανακατασκευάζει το σήμα που μεταδίδεται από το δορυφόρο, μέσω των αντανακλάσεών του στους τοίχους, στα ταβάνια και στα άλλα αντικείμενα που υπάρχουν στο γύρω χώρο.

Αυτή η μέθοδος είναι κατάλληλη για εφαρμογές που απαιτούν φορητότητα, όπως είναι τα ασύρματα τηλέφωνα, οι ασύρματοι laptop ή palmtop computers και οι ασύρματοι ψηφιακοί βοηθοί (Personal Digital Assistants - PDAs).

Μερικά από τα μειονεκτήματα αυτής της μεθόδου είναι:

·        Η υψηλή κατανάλωση ισχύος που απαιτείται για την κάλυψη ολόκληρου του χώρου εργασίας.

·        Λόγω της ανακλάσεως των μεταδιδόμενων σημάτων εμφανίζεται το φαινόμενο του multipath fading, μιας και το σήμα μπορεί να φθάσει στον δέκτη από πολλά διαφορετικά μονοπάτια και με διαφορετική φάση. Αυτό με τη σειρά του έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ρυθμού μετάδοσης δεδομένων.

·        Η διάχυση αυξάνει τον κίνδυνο της έκθεσης των ματιών σε υπέρυθρη ακτινοβολία.

·        Σε περιβάλλοντα αμφίδρομης επικοινωνίας, ο κάθε πομπός συλλέγει και το σήμα που μεταδίδει ο ίδιος, το οποίο είναι προφανώς ισχυρότερο από το σήμα που έρχεται από την άλλη πλευρά, με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι παρεμβολές.





Μια εναλλακτική τεχνολογία που μπορεί να χρησιμοποιηθεί είναι αυτή της κατευθυνόμενης ακτίνας (Directed beam IR - DBIR). Στο παρακάτω σχήμα φαίνεται μια απλή εγκατάσταση ενός δικτύου DBIR. Οι πομποί και δέκτες του δικτύου βρίσκονται σε άμεση οπτική επαφή. Τα κύρια πλεονεκτήματα αυτής της μεθόδου είναι:

·        Απαιτεί χαμηλότερη κατανάλωση ισχύος απ’ ότι η DFIR τεχνολογία, καλύπτοντας εργασιακούς χώρους με μεγαλύτερη έκταση.

·        Δεν παρουσιάζει το πρόβλημα του multipath fading υποστηρίζοντας μεγαλύτερους ρυθμούς μετάδοσης δεδομένων.

·        Μπορεί να χειριστεί την αμφίδρομη επικοινωνία πολύ καλύτερα απ’ ότι η τεχνολογία με διάχυση.

Μερικά από τα μειονεκτήματα της μεθόδου αυτής είναι:

·        Η ανάγκη της ευθυγράμμισης του πομπού και του δέκτη

·        Το σήμα παρουσιάζει διακοπές σε σκιερά σημεία (π.χ. σε σκοτεινές γωνίες).

Η μέθοδος DBIR χρησιμοποιείται σε περιβάλλοντα όπου οι τερματικοί σταθμοί βρίσκονται σε σταθερές τοποθεσίες. Στη συνήθη περίπτωση, οι σταθμοί τοποθετούνται σε υψηλά σημεία, έτσι ώστε να αποφεύγονται φαινόμενα φωτοσκίασης. Σε εγκαταστάσεις DBIR είναι απαραίτητη η λήψη μέριμνας για την ελαχιστοποίηση του κινδύνου της έκθεσης των ματιών στις υπέρυθρες ακτίνες.





Στα οπτικά ασύρματα δίκτυα, τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται για τη μετάδοση των δεδομένων είναι είτε δίοδοι laser (Laser Diodes - LDs), είτε δίοδοι εκπομπής φωτός (Light Emitting Diodes - LEDs). Η δίοδος laser εκπέμπει μια στενή οπτική ακτίνα και αν χρησιμοποιείται η μέθοδος DFIR, τότε θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί κάποιος φακός διάχυσης (diffusing lens) ή κάποιο άλλο οπτικό μέσο για να αυξηθεί η περιοχή κάλυψης. Οι πιο ακριβές δίοδοι laser έχουν περισσότερο γραμμική απόκριση στην μετατροπή από ηλεκτρική - σε - οπτική ισχύ και παρέχουν υψηλότερη εκπομπή ισχύος. Οι δίοδοι εκπομπής φωτός, είναι φθηνότερες από τις διόδους laser και παρουσιάζουν χαμηλότερη ποιότητα στο εκπεμπόμενο φως.

Ένα άλλο θέμα που θα πρέπει να εξετασθεί κατά την υλοποίηση ενός οπτικού ασύρματου δικτύου είναι η επιλογή του μήκους κύματος που θα χρησιμοποιηθεί. Η χρήση μεγαλύτερων μηκών κύματος μειώνει τον κίνδυνο βλάβης των ματιών από τις υπέρυθρες ακτίνες και επιτρέπει τη μετάδοση μεγαλύτερης ισχύος, η οποία με τη σειρά της επιτρέπει την αύξηση του ρυθμού μετάδοσης δεδομένων. Μερικά από τα μειονεκτήματα της χρήσης ακτινών μεγάλου μήκους κύματος είναι ότι οι συσκευές που λειτουργούν σε αυτές τις συχνότητες είναι πιο ακριβές και περισσότερο «θορυβώδεις» (ευαίσθητες στον εξωτερικό θόρυβο). Η σύγχρονη τεχνολογία υπέρυθρης μετάδοσης χρησιμοποιεί μήκη κύματος της τάξεως των 900 nm, ενώ σε εξέλιξη βρίσκονται και προϊόντα που λειτουργούν σε μήκη κύματος της τάξεως των 1,5 μm (1500 nm).