1.ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΑ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
RS -449 / RS -422 / RS -423
Επειδή η χρήση της RS -232 είναι περιορισμένη σε ταχύτητα και απόσταση, η ΕΙΑ τυποποίησε τις RS -449, RS -422 και RS -423 για να υπερκαλύψουν αυτούς τους περιορισμούς, ακριβώς όπως η ITU - T καθιέρωσε τις V .10 και V .11 με τις
V .24 / V .28. Η RS -449 παρόμοια με την RS -232 προσδιορίζει τα μηχανικά, τα λειτουργικά και τα διαδικαστικά χαρακτηριστικά, ενώ οι RS -422 και RS -423 προσδιορίζουν τα αντίστοιχα ηλεκτρικά χαρακτηριστικά. Από μηχανική άποψη το
RS -449 προσδιορίζει ένα connector των 37 ακροδεκτών για το βασικό interface και ένα πρόσθετο των 9 ακροδεκτών όταν χρησιμοποιείτε ένα δευτερεύον κανάλι.
Όπως συμβαίνει με την RS -232 δεν χρησιμοποιούνται απαραίτητα σε κάθε εφαρμογή όλοι οι ακροδέκτες που προβλέπει η τυποποίηση. Η RS -449 που προδιαγράφει τα μηχανικά, τα λειτουργικά και τα διαδικαστικά χαρακτηριστικά συνοδεύετε κάθε φορά από μια από τις RS -422 ή RS -423 για τα ηλεκτρικά χαρακτηριστικά, ανάλογα αν χρησιμοποιούμε συμμετρική ή ασύμμετρη μετάδοση.
RS -485
Είναι παρόμοια της RS -422 και της V .11 με επιπλέον δυνατότητα πραγματικής σύνδεσης πολλαπλών χρηστών ( multidrop ) πάνω στην ίδια γραμμή. Σε κάθε γραμμή μπορούν να συνδεθούν παράλληλα μέχρι 32 εκπομποί και 32 δέκτες. Αυτό επιτυγχάνετε λόγω του ότι το κύκλωμα του εκπομπού είναι tri - state , δηλαδή εκτός από τις δύο λογικές καταστάσεις μπορεί να τεθεί και σε κατάσταση υψηλής αντίστασης. Οι στάθμες τάσεων της τυποποίησης αυτής είναι +1,5 V για το λογικό 0 και -1,5 V για το λογικό 1. Στο δέκτη αρκούν +200 mV και -200 mV για να είναι αναγνωρίσιμες οι λογικές καταστάσεις.
RS -530
Η ΕΙΑ δημιούργησε την σύσταση RS -530 το 1987, 10 δηλαδή χρόνια μετά την εμφάνιση της σύστασης RS -449, με σκοπό να αντικαταστήσει την τελευταία. Η RS -530 περιγράφει τα μηχανικά, τα λειτουργικά και τα διαδικαστικά χαρακτηριστικά
Και λειτουργεί όπως ακριβώς η RS -449 σε συνδυασμό με τις συστάσεις RS -422 ή RS -423, που καλύπτουν τα ηλεκτρικά χαρακτηριστικά για συμμετρικά κσαι μη συμμετρικά κυκλώματα αντίστοιχα.
Η σημαντική διαφορά από την RS -449 είναι ότι η RS -530 χρησιμοποιεί τον γνωστό connector των 25 επαφών ( ISO 2110) που συναντάμε στην RS -232 και V .24 . Έτσι η RS -530 έρχεται να συμπληρώσει την RS -232 προσφέροντας χρήση διαφορικών συμμετρικών σημάτων και ταχύτητες πάνω από 19200 bps (φθάνει μέχρι 2 Mbps ) που ήτα το όριο της RS -232
Χ.21
Οι τυποποιήσεις με το γράμμα Χ είναι τυποποιήσεις για δίκτυα ψηφιακής μετάδοσης, υπηρεσίες ψηφιακών αφιερωμένων γραμμών circuit και packet switching . Στα ψηφιακά δίκτυα όταν αναφέρουμε DCE δεν αναφερόμαστε απαραίτητα σε modem όπως αυτά που χρησιμοποιούμε στις τυποποιήσεις V , αλλά γενικότερα στις συσκευές ή στα τμήματα εκείνα των συσκευών όπως interface κόμβων, που ασχολούνται με τη μετατροπή των data σε μορφή κατάλληλη για μετάδοση.
Μερικές τυποποιήσεις της σειράς Χ είναι παρόμοιες με αντίστοιχες της σειράς V . Η δημιουργία των συγκεκριμένων τυποποιήσεων προέκυψε από την ανάγκη πληρότητας της σειράς X όσον αφορά την κάλυψη των διασυνδέσεων φυσικού επιπέδου. Τέτοιες ομοιότητες συναντάμε μεταξύ V .24/ V .28 και Χ.20 / X .21.
Μια πολύ γνωστή σύσταση της ITU - T είναι Χ.21 που εξεδόθη το 1976 προκειμένου να τυποποιήσει τις συνδέσεις DTE - DCE σε ψηφιακά δίκτυα. Στόχος ήταν ένα κοινό interface τόσο για δίκτυα μεταγωγής πακέτων όσο και για δίκτυα μεταγωγής κυκλώματος που μπορεί να καλύψει και υψηλές ταχύτητες. Έτσι η Χ.21 ορίζετε ως διασύνδεση μεταξύ DTE και DCE για σύγχρονη μετάδοση σε Δημόσια δίκτυα δεδομένων. Η Χ.21 είναι σχεδιασμένη για σύγχρονα τερματικά με half και full duplex δυνατότητες. Η μετάδοση των σημάτων είναι διαφορική και ακολουθεί τα ηλεκτρικά χαρακτηριστικά της V .11 που στα δίκτυα μεταγωγής πακέτων είναι γνωστή σαν Χ.27, ενώ χρησιμοποιεί ένα D connector των 15 ακροδεκτών , τον ISO 4903.
Η Χ.21 χρησιμοποιείτε εκτός από τα δίκτυα Χ.25 και σε ψηφιακά δίκτυα μεταγωγής κυκλώματος ιδίως στις Σκανδιναβικές χώρες και στην Ιαπωνία ενώ η χρήση της δεν είναι πολύ εξαπλωμένη στις ΗΠΑ.
Η Χ.21 πέρα από τα μηχανικά χαρακτηριστικά και στην περιγραφή των σημάτων του interface περιγράφει και ένα δεύτερο επίπεδο λειτουργιών που είναι ουσιαστικά ένα πρωτόκολλο διαδικασιών για την ανταλλαγή εντολών έλεγχου. Το πρωτόκολλο αυτό επιτρέπει:
Την περιγραφεί καταστάσεων του DTE και του DCE
Την ανταλλαγή απεριόριστου αριθμού εντολών ελέγχου μεταξύ DTE και DCE
Την δυνατότητα επιλογικής κλήσης και παρακολούθησης της πορείας της κλήσης καθώς και λήψης αναφοράς για τους λόγους που μια κλήση δεν απέβη επιτυχής.
Το πρωτόκολλο αυτό προβλέπει 4 φάσεις λειτουργίας της διασύνδεσης:
Φάση ηρεμίας
Φάση αποκατάσταση κλήσης
Φάση μεταφοράς δεδομένων
Φάση διακοπής κλήσης
1.5 V .35
Είναι η τυποποίηση της ITU - T για ταχύτητες στα 48 kbps που επιτυγχάνονται σε broadband γραμμές με εύρος ζώνης συχνοτήτων 60 - 108 KHz .
Οι λειτουργίες της V .35 είναι παρόμοιες με αυτές της V .24. Έχει τα ίδια σήματα ελέγχου με τη διαφορά ότι για τα data και το χρονισμό χρησιμοποιούνται διαφορικά κυκλώματα με ανεξάρτητη επιστροφή
G .703
Το G .703 προσδιορίζει τα φυσικά και ηλεκτρικά χαρακτηριστικά της διασύνδεσης για ψηφιακές μεταδόσεις , από 64 Κ bps έως 140 Mbps . Στα 64 Κ bps η μετάδοση γίνετε με συνεστραμμένα δισύρματα καλώδια, ενώ στα 2 Mbps χρησιμοποιούνται και ομοαξωνικά καλώδια. Στις υψηλότερες ταχύτητες χρησιμοποιούνται ομοαξωνικά καλώδια. Η κωδικοποίηση των δεδομένων γίνετε με την Alternate Mark Inversion - AMI . Το interface για τα 64 Κ bps συναντάται συχνότερα σε δίκτυα WAN που χρησιμοποιούν διατάξεις μετάδοσης PCM , γι' αυτό και παρουσιάζει εντονότερο ενδιαφέρον .
2.ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΑ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΖΕΥΞΗΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
2.1 FRAME RELAY
Η τεχνική FRAME RELAY περιγράφει ένα πρωτόκολλο δευτέρου επιπέδου για αποδοτική μεταφορά δεδομένων σε υψηλές ταχύτητες και κυρίως έρχεται να καλύψει την ανάγκη διασύνδεσης τοπικών δικτύων ( LAN ) με δίκτυα WAN ή LAN με LAN όπου παρατηρείτε καταιγιστική μετάδοση δηλαδή σύντομες αλλά μεγάλου όγκου αιχμές στη μετάδοση δεδομένων.
Το Frame Relay εξαπλώθηκε στην αρχή της δεκαετίες το 90 και είναι μια νέα τεχνική μετάδοσης πακέτων για υψηλές ταχύτητες με απλό τρόπο και ελάχιστη χρονική καθυστέρηση.
Οι κυριότερη παράγοντες που χαρακτηρίζουν ένα σύγχρονο τηλεπικοινωνιακό περιβάλλον και επέδρασαν στην λειτουργία του Frame relay είναι:
Αύξηση της επεξεργαστικής ικανότητας των συσκευών που συνδέονται στα δίκτυα
Αύξηση των αναγκών για υψηλές ταχύτητες
Ο εκσυγχρονισμός της τηλεπικοινωνιακής υποδομής δημιουργεί αξιόπιστα δίκτυα με χαμηλό ρυθμό σφαλμάτων κατά την μετάδοση.
Με την τεχνική Frame relay δημιουργούνται νοητά κυκλώματα και πλαίσια δεδομένων κατά παρόμοιο τρόπο με του Χ.25 αλλά ελαχιστοποιείται η επεξεργασία των δεδομένων στους κόμβους αυξάνοντας την ταχύτητα μετάβασης μέσα από το δίκτυο. Η τεχνική Frame relay έχει εξαλείψει το τρίτο επίπεδο του OSI και συνεπώς το δίκτυο απλοποιείται προσφέροντας στους χρήστες μόνο λειτουργίες πρώτου και δεύτερου επιπέδου. Επίσης δεν χρησιμοποιεί μηχανισμούς διόρθωσης σφαλμάτων και ελέγχου ροής του β' επιπέδου, επειδή θεωρεί ότι κατά τεκμήριο υπάρχει ένα αξιόπιστο ψηφιακό μέσο μετάδοσης στο φυσικό επίπεδο. Οι λειτουργίες του ελέγχου ροής και της διόρθωσης σφαλμάτων μετατοπίζονται έτσι από το δίκτυο στους ακραίους χρήστες και υλοποιούνται σε υψηλότερα επίπεδα του μοντέλου OSI που διαθέτουν τέτοιες δυνατότητες (π.χ TCP / IP )
H τεχνική Frame relay είναι ελκυστική διότι προσφέρει μιας απλής μορφής διασύνδεση μεταξύ συσκευών όπως routers , γέφυρες τοπικών δικτύων, packet switches , τηλεπικοινωνιακοί κόμβοι, FEP , controllers κλ.π Η υλοποίηση του Frame relay στις συσκευές αυτές έγινε με εύκολο τρόπο καθώς αυτό ακολουθεί την λογική των bit oriented πρωτοκόλλων και δεν απαιτείται ιδιαίτερη αναβάθμιση του hardware των συσκευών αυτών.
2.2 IBM BSC ( Binary Sychronous Communication )
Το πρωτόκολλο αυτό πρωτοεφάρμοσε η IBM το 1964 για την επικοινωνία μεταξύ κεντρικών υπολογιστών τύπου IBM System 360 και των controller τύπου 27ΧΧ. Το BSC πρωτόκολλο ορίζει τις διαδικασίες για τη μεταφορά δεδομένων μεταξύ υπολογιστών ή μεταξύ υπολογιστών και τερματικών και χρησιμοποιήθηκε κυρίως για τα τερματικά ή συγκεντρωτές τερματικών τύπου IBM 2780, 2770, 2922, 3270 κ.λπ
Παρόλου που αρχικά σχεδιάστηκε για εφαρμογές point to point , στη συνέχεια τροποποιήθηκε για να εξυπηρετήσει και multipoint συνδέσεις. Το BSC αντικαταστάθηκε αργότερα από το SDLC αλλά η μεγαλύτερη κυκλοφορία των παλαιών τύπων συσκευών της IBM , καθώς και η πληθώρα συσκευών άλλων εταιριών που χρησιμοποιούν το πρωτόκολλο αυτό επέβαλαν τη συνέχιση της χρήσης του.
Το πρωτόκολλο BSC υποστηρίζει point to point συνδέσεις σε αφιερωμένες ή επιλεγόμενες γραμμές καθώς και multipoint σε αφιερωμένες. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε δισύρματες ή τετρασύρματες γραμμές αλλά υποστηρίζει μόνο half duplex μετάδοση δεδομένων. Πάντως η χρήση τετρασύρματης βελτιώνει το χρόνο απόκρισης.
Κύριο χαρακτηριστικό του πρωτοκόλλου είναι ότι για κάθε εκπεμπόμενο block απαιτεί επιβεβαίωση σωστής λήψης από τον απέναντι σταθμό πριν προχωρήσει στην αποστολή του επόμενου. Ανήκει δηλαδή στην κατηγορία των stop and wait
2.3 SDLC
Το SDLC ως πρωτόκολλο δευτέρου επιπέδου είναι ένα σύνολο από κανόνες διαχείρισης της ζεύξης δύο τερματικών σταθμών. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1973 από την IBM με στόχο να αντικαταστήσει το BSC . Χρησιμοποιείται από την αρχιτεκτονική SNA ως το βασικό της πρωτόκολλο δευτέρου επιπέδου και όλες οι σύγχρονες μηχανές της IBM επικοινωνούν με το SDLC .
Είναι σύγχρονο πρωτόκολλο bit - oriented και χρησιμοποιεί τεχνικές επανόρθωσεις σφαλμάτων Go - back - N που σημαίνει ότι δεν απαιτεί απάντηση σε κάθε μήνυμα, όπως ισχύει με την τεχνική stop and wait του BSC . Το SDLC έχει τη δυνατότητα λειτουργίας και σε half και σε full duplex , σε point to point ή multipoint σύνδεση. Τα data πληροφορίας και ελέγχου μεταδίδονται υπό μορφή frame .
Για να κατανοήσουμε καλύτερα το πρωτόκολλο πρέπει να πούμε ότι εκτός από τη μετάδοση των data πληροφορίας το πρωτόκολλο περιλαμβάνει διαδικασίες για την αποκατάσταση και τον τερματισμό της ζεύξης, τον έλεγχο ροής, την αναγνώριση τυχόν σφαλμάτων που μπήκαν κατά την μετάδοση, το συγχρονισμό του δέκτη για να καταλαβαίνει τα data όπως τα στέλνει ο αποστολέας - εκπομπός κ.λπ
Βασικό χαρακτηριστικό λειτουργίας SDLC είναι ότι για κάθε ανταλλαγή δεδομένων, ένας από τους σταθμούς είναι πρωτεύον και έχει τον έλεγχο της επικοινωνίας, ενώ οι άλλοι χαρακτηρίζονται ως δευτερεύοντες.
Η σύνδεση δύο σταθμών στο SDLC έχει μία από τρεις καταστάσεις:
2.4 ΙΕΕΕ 802.2 LCC
Το πρωτόκολλο 802.2 της ΙΕΕΕ περιγράφει τον τρόπο ελέγχου της λογικής σύνδεσης ( LCC - Logical Link Control ) μεταξύ σταθμών στα τοπικά δίκτυα. Είναι σημαντικό να διευκρινίσουμε εξ αρχής ότι το 802.2 είναι πρωτόκολλο δευτέρου επιπέδου που προσδιορίζει μονό την ζεύξη μεταξύ δύο σταθμών και δεν έχει καμιά σχέση με τα πρωτόκολλα των ανωτέρων επιπέδων.
Η ΙΕΕΕ διαιρεί το επίπεδο ζεύξης στα τοπικά δίκτυα, σε δύο υποστρώματα το MAC και το LCC .
Το υπόστρωμα MAC έχει στόχο να περιγράψει τους διάφορους τρόπους πρόσβασης των σταθμών ενός τοπικού δικτύου προς το κοινό μέσο μετάδοσης. Πρωτόκολλα στο επίπεδο MAC είναι το 802.3( Ethernet ), 802.4( Token bus ), 802.5( Token Ring )
Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι το υπόστρωμα MAC έχει εξειδικευμένα πρωτόκολλα για κάθε τύπο τοπικού δικτύου, αντίθετα το LCC είναι κοινό και ανεξάρτητο του τρόπου προσπέλασης προσφέροντας έτσι το ευέλικτο interface με κοινό τρόπο πρόσβασης προς τα υπερκείμενα επίπεδα των πρωτοκόλλων του δικτύου. Τα πρωτόκολλα των ανωτέρων επιπέδων όπως TCP / IP , IPX , Netbios κλ.π διευκολύνονται έτσι στην αποστολή δεδομένων ενθυλακώνουν τα προς αποστολή δεδομένα σε LCC πακέτα χωρίς να ενδιαφέρονται πλέον για τον τύπο του πρωτοκόλλου φυσικού επιπέδου του LAN
Το υποκείμενο επίπεδο MAC έχει λόγο ύπαρξης στα τοπικά δίκτυα αλλά όχι και σε δίκτυα ευρείας περιοχής. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι τα δίκτυα ευρείας περιοχής χρησιμοποιούν point to point συνδέσεις μεταξύ των κόμβων ή σταθμών εργασίας. Αντίθετα τα τοπικά δίκτυα έχουν συνήθως ένα κοινό μέσο μετάδοσης στο οποίο είναι συνδεδεμένοι οι σταθμοί εργασίας του δικτύου και γι' αυτό η ΙΕΕΕ δημιούργησε το πρωτόκολλο MAC που ορίζει τους κανόνες πρόσβασης στο κοινό μέσο.
3.ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΑ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΔΙΚΤΥΟΥ
3.1 Χ.25
Τα δημόσια δίκτυα μεταγωγής πακέτων, σε αντίθεση με τα ιδιωτικά δίκτυα επικοινωνίας πρέπει να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε πολλούς συνδρομητές ανεξάρτητα με τον τύπο του εξοπλισμού που αυτοί διαθέτουν. Αυτό απαιτεί ακριβή προσδιορισμό του τρόπου σύνδεσης μεταξύ των συνδρομητών και του δικτύου.
Η σύσταση Χ.25 της ITU - T είναι αυτή που καθορίζει αυστηρά το interface μεταξύ των συνδρομητών ( DTE ) και του δικτύου μεταγωγής ( DCE ).Η ITU - T δεν μπορεί να επιβάλλει νομοθετικά κανονισμούς σε θέματα επικοινωνιών, αλλά η ευρεία αποδοχή των συστάσεων της έχει συντελέσει ώστε οι τυποποιήσεις αυτές να γίνουν διεθνώς αποδεκτά πρότυπα. Η σύσταση Χ.25 είναι επίσης συμβατή με το πρότυπο OSI και προδιαγράφετε για τα 3 πρώτα επίπεδα του.
Σημειώστε ότι τα 3 πρώτα επίπεδα του πρότυπου OSI είναι αυτά που σχετίζονται κυρίως με τους μηχανισμούς του δικτύου επικοινωνίας, ενώ τα επίπεδα από το τέταρτο και πάνω σχετίζονται με τις διαδικασίες ελέγχου καθώς και τις λειτουργίες που λαμβάνουν χώρα στους υπολογιστές των συνδρομητών.
Το υψηλότερο επίπεδο που καλύπτετε από το Χ.25 είναι το τρίτο ενώ η κάλυψη των παραπάνω επιπέδων είναι στην αρμοδιότητα του χρήστη.
Ένας υπολογιστής που χρησιμοποιεί Χ.25 μπορεί να συνδεθεί μέσω του επικοινωνιακού δικτύου με ένα άλλο υπολογιστή που επίσης χρησιμοποιεί Χ.25. Εν τούτοις η δυνατότητα μεταφοράς δεδομένων μέσω του δικτύου δεν σημαίνει ότι τα δεδομένα που φθάνουν στον άλλο υπολογιστή είναι κατανοητά. Αυτό όμως είναι θέμα της εφαρμογής και των λειτουργιών των ανωτέρων στρωμάτων του πρότυπου OSI .
Η ανάγκη για αποδοτική μετάδοση δεδομένων, ιδιαίτερα όταν η μετάδοση χαρακτηρίζεται από αιχμές με μεγάλους όγκους δεδομένων που εναλλάσσονται με μεγάλα διαστήματα παύσης ή μη χρήσης του δικτύου, συντέλεσε στη δημιουργία δικτύων μεταγωγής πακέτων και της σύστασης Χ.25.
Οι πόροι των δικτύων, δηλαδή κόμβοι και γραμμές, μοιράζονται και χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα από πολλούς χρήστες ώστε να βελτιστοποιείται η απόδοση και να ελαχιστοποιείται το κόστος χρήσης. Κάθε χρήστης έχει μία μόνο φυσική σύνδεση με το δίκτυο πακέτων αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει να μπορεί να συνδέεται ταυτόχρονα με περισσότερους από ένα συνδρομητές του δικτύου.
Επίσης κάθε χρήστης έχει δυνατότητα να επιλέγει την σύνδεσή του με οποιονδήποτε άλλο συνδρομητή του δικτύου πακέτων αρκεί να γνωρίζει τον αριθμό κλήσης του, κάτι ανάλογο με αυτό που ισχύει στο κοινό τηλεφωνικό δίκτυο.
Η ITU - T βλέποντας τη χρησιμότητα των δικτύων μεταγωγής πακέτων, δημιούργησε το 1976 την μορφή σύστασης Χ.25. Μέχρι την εποχή αυτή τα λίγα δίκτυα που υπήρχαν χρησιμοποιούσαν κάθε ένα το δικό του πρωτόκολλο πρόσβασης των συνδρομητών και τις δικές του τεχνικές πολύπλεξης και δημιουργίας νοητών κυκλωμάτων, κάτι που φυσικά δεν συνέλαβε στην τυποποίηση και την εξάπλωση της μεθόδου.
Με την υιοθέτηση της τυποποίησης Χ.25 το 1976 τα δημόσια δίκτυα δεδομένων μπορούν πλέον να προσφέρουν ένα κοινό πρωτόκολλο για την σύνδεση των συνδρομητών τους. Αναθεωρημένες εκδόσεις των προδιαγραφών δημοσιεύονται στη συνέχεια κάθε τέσσερα χρόνια, όταν δηλαδή γίνονται οι περιοδικές σύνοδοι της ITU - T .
3.2 IP
Το πρωτόκολλο αυτό αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της αρχιτεκτονικής TCP/IP καθώς όλοι οι υπολογιστές που βρίσκονται στο διαδίκτυο το χρησιμοποιούν. Τα κύρια μέρη του πρωτοκόλλου αυτού είναι η παροχή μίας διεύθυνσης σε κάθε υπολογιστή και ο τεμαχισμός των πακέτων. Η μετάδοση των μηνυμάτων και ο έλεγχος της ροής δεν γίνονται με την χρήση από το πρωτόκολλό κάποιας συνάρτησης. Συνοψίζοντας μερικά από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του IP θα μπορούσαμε να πούμε ότι:
Αποτελεί ένα πρωτόκολλο σύνδεσης
Τεμαχίζει τα μεταδιδόμενα πακέτα εάν αυτό κριθεί απαραίτητο
Παρέχει διεύθυνση στους υπολογιστές
Το μέγιστο μέγεθος του πακέτου που μπορεί να στείλει και να δεχθεί είναι 65535 bytes
Πραγματοποιεί έλεγχο μόνο στις επικεφαλίδες και όχι σεκάθε δεδομένο
Τα πεδία του πρωτοκόλλου που δεν χρησιμοποιούνται συχνά αφήνονται στην κρίση του χρήστη
Παρέχει πεπερασμένη διάρκεια ζωής στα πακέτα
Η παροχή διεύθυνσης στους υπολογιστές χωρίζετε σε τέσσερα πεδία στην
Στην διεύθυνση του υποδικτύου
Στην διεύθυνση του διαδικτύου
Στην διεύθυνση του πρωτοκόλλου μεταφοράς
Στον αριθμό του σταθμού (port number)
4.ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΑ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ
4.1 TCP είναι connection - oriented (υπάρχει μια νοητή σύνδεση μεταξύ των σταθμών από όπου θα περάσουν τα πακέτα)
Το transmission control protocol βρίσκετε στο transport layer και ασχολείται κυρίως με την αξιοπιστία της μετάδοσης των δεδομένων μέσω του διαδικτύου. Επίσης το πρωτόκολλο αυτό παρέχει ένα πλήρως διπλό αμφίδρομο εικονικό κύκλωμα. Επιπλέον παρέχει στον χρήστη την δυνατότητα τα δεδομένα να μεταδίδονται σαν ένα νήμα δεδομένων και όχι σαν ξεχωριστά πακέτα. Η αξιοπιστία της μετάδοσης ελέγχετε με την χρήση σειριακών αριθμών, συγκεντρωτικών ελέγχων και με την επαναπροώθηση των δεδομένων όταν λήξει ο χρόνος αναμονής που έχει οριστεί.
Ένα ακόμα στοιχείο του πρωτοκόλλου αυτού είναι η τοποθέτηση μίας συνάρτησης προτεραιότητας στα δεδομένα που την χρειάζονται. Τέλος το TCP ορίζει στους χρήστες έναν εύκολο τρόπο διακοπής της σύνδεσης.
4.2 UDP
Είναι πρωτόκολλο τετάρτου επιπέδου όπως το TCP με τη διαφορά ότι είναι connectionless (τα πακέτα ενώ έχουν τον ίδιο προορισμό δεν ακολουθούν όλα τον ίδιο δρόμο), είναι εξαιρετικά απλό στην υλοποίηση του, και δεν προσφέρει μηχανισμούς αξιοπιστίας, ελέγχου ροής, επανεκπομπής κ.λπ
Εφαρμογές που στηρίζονται στο UDP όπως η NFS για διαχείριση αρχείων δικτύου και TFTP για μεταφορά αρχείων, πρέπει να φροντίζουν για να εξασφαλίζουν οι ίδιες τις λειτουργίες αυτές.
5.ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΑ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΣΥΝΟΔΟΥ
Χ .215 , Χ .225 ( ITU-T)
8327,9548 ( ISO )
6.ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΑ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ
Χ .226, Χ .400/410,Q941 (ITU-T)
8823,9576
Virtual file protocol
Job Transfer Manipulation Protocol
7.ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΑ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ
7.1 FTP
Το FTP ήταν η πρώτη υπηρεσία για την ανάκτηση και μεταφορά πληροφορίας και αρχείων που χρησιμοποιήθηκε στο INTERNET .
Το FTP είναι η βάση της δημιουργίας της βιομηχανίας του ελεύθερα διανεμόμενου software που είναι γνωστό σαν shareware . Η βασική υπηρεσία του FTP είναι η αξιόπιστη μεταφορά αρχείων από υπολογιστή σε υπολογιστή και επιτρέπει στους χρήστες να στήνουν μια σύνδεση ελέγχου μεταξύ του FTP client και του server . Η σύνδεση αυτή τους επιτρέπει να ψάχνουν τους καταλόγους αρχείων του server και να μεταφέρουν τα αρχεία που επιθυμούν από τον server προς το δικό τους υπολογιστή. Για την μεταφορά των αρχείων δημιουργείται αυτόματα από το FTP μια νέα ανεξάρτητη σύνδεση.
7.2 CMIP
Ως γνωστόν ο ISO προσδιόρισε τις 5 βασικές κατηγορίες λειτουργιών διαχείρισης SMFA . Επιπλέον προσδιόρισε μια διασύνδεση για υπηρεσίες διαχείρισης που επιτρέπει σε εφαρμογές διαχείρισης να επικοινωνούν με το περιβάλλον του OSI .Αυτή η διασύνδεση ονομάζετε CMIS , οι υπηρεσίες της οποίας παρέχουν την δυνατότητα πρόσκτησης πληροφοριών και ενημέρωση για γεγονότα του δικτύου. Το πρωτόκολλο που χρησιμοποιείται για την επικοινωνία των συστημάτων διαχείρισης είναι το CMIP .