Οι δενδρικές τοπολογίες δικτύων ευρείας
περιοχής διακρίνονται από τη χρήση ενός καναλιού multipoint[5] το οποίο το διαμοιράζονται πολλοί
σταθμοί. Μια συσκευή ελέγχου λειτουργεί ως ένας κοινός, κεντρικός επεξεργαστής
στον οποίο ο κάθε σταθμός συνδέεται είτε άμεσα, είτε μέσω ενός σημείου
διακλάδωσης (branching point). Η μετάδοση των δεδομένων είναι συνήθως περιορισμένη, με την έννοια ότι
όλες οι επικοινωνίες μεταξύ των κόμβων περνούν μέσα και ελέγχονται από έναν
κεντρικό κόμβο.
Τα τοπικά δίκτυα που είναι σχεδιασμένα σε
δενδρική τοπολογία, η μετάδοση από ένα σταθμό λαμβάνεται από όλους τους
υπόλοιπους, γιατί το σήμα διαδίδεται στο μέσο και προς τις δύο κατευθύνσεις. Το
φαινόμενο αυτό παρουσιάζεται επίσης και στα τοπικά δίκτυα στα οποία οι κόμβοι
είναι συνδεδεμένοι απευθείας σε ένα δίαυλο και επικοινωνούν με μια κεφαλή (headend), (ή αλλιώς με τον κεντρικό επεξεργαστή). Ωστόσο, τα τοπικά δίκτυα
τύπου διαύλου δε χρησιμοποιούν σημεία διακλάδωσης, όπως χρησιμοποιούν τα
δενδρικά LANs. Αν αφαιρέσουμε τις διακλαδώσεις από ένα
δενδρικό τοπικό δίκτυο, τότε θα πάρουμε ένα δίκτυο τύπου διαύλου. Οπότε,
μπορούμε να πούμε ότι τα δίκτυα τύπου δένδρου, αποτελούν μια γενική μορφή των
δικτύων τύπου διαύλου.
Η κυριότερη πηγή καθυστέρησης σε ένα
δενδρικό δίκτυο είναι ο χρόνος που πρέπει να περιμένει ένας σταθμός μέχρι να
τελειώσουν όλοι οι άλλοι σταθμοί που εξυπηρετούνται και να έρθει η σειρά του,
για να μεταδώσει. Λόγω αυτών των έμφυτων καθυστερήσεων, τα δενδρικά δίκτυα
συνήθως δε συνιστώνται για εφαρμογές φωνής, fax, ή video.