Το πρωτόκολλο TCP είναι προσανατολισμένο προς σύνδεση. Αυτό σημαίνει ότι δύο υπολογιστές, ο εξυπηρετητής και ο πελάτης, αρχίζουν να ανταλλάσσουν δεδομένα αφού συνδεθούν.
Το TCP είναι αξιόπιστο πρωτόκολλο. Αυτό σημαίνει ότι μία εφαρμογή η οποία χρησιμοποιεί TCP, γνωρίζει ότι τα δεδομένα που στέλνει λαμβάνονται από τον παραλήπτη. Κατά τη λήψη, το TCP στέλνει στον αποστολέα μία βεβαίωση λήψης. Αν ο αποστολέας δεν λάβει τέτοια βεβαίωση μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα, τότε τα δεδομένα στέλνονται ξανά.
Το TCP επίσης περιέχει μηχανισμό που βεβαιώνει ότι τα δεδομένα που φτάνουν στον παραλήπτη εκτός σειράς τοποθετούνται στη σειρά με την οποία στάλθηκαν. Επίσης κάνει έλεγχο ροής. Κατά συνέπεια ο αποστολέας δεν μπορεί να κατακλύσει τον παραλήπτη με δεδομένα.
Το TCP στέλνει δεδομένα σε κομμάτια τα οποία ονομάζονται τεμάχια (TCP segments), χρησιμοποιώντας το IP. Το καθένα από τα τεμάχια αυτά περιέχει την επικεφαλίδα του ΙΡ και μια επιπλέον επικεφαλίδα 20 bytes.
Η απόδειξη λήψης των δεδομένων δεν είναι απαραίτητο να αποστέλλεται για κάθε τεμάχιο. Μπορεί να βεβαιώνει ότι όλα τα τεμάχια μέχρι εκείνη τη στιγμή έχουν φτάσει σωστά στον προορισμό τους. Αυτό εξοικονομεί εύρος ζώνης.
Τα τεμάχια ανταλλάσσονται μεταξύ εξυπηρετητή και χρήστη μόνο όταν υπάρχουν δεδομένα. Αν η επικοινωνία μεταξύ των δύο άκρων διακοπεί, η διακοπή γίνεται αντιληπτή μόνο τη στιγμή που αποστέλλονται νέα δεδομένα.