Το πρωτόκολλο αυτό είναι ένα πολύ απλό μη προσανατολισμένο προς σύνδεση πρωτόκολλο. Τα δεδομένα που αποστέλλονται με UDP ονομάζονται πακέτα (datagrams). Το UDP προσθέτει στο πακέτο 4 πεδία επικεφαλίδων των 16 bit σε όποια δεδομένα αποστέλλονται. Τα πεδία αυτά είναι: ένα πεδίο μήκους, ένα πεδίο αθροίσματος έλεγχου (checksum field), και του αριθμούς θύρας αποστολέα και παραλήπτη (source and destination port numbers). Στη συνέχεια το πακέτο περνιέται στο επίπεδο του δικτύου. Το επίπεδο δικτύου μετά εγκλωβίζει το πακέτο σε ένα πακέτο IP και προσπαθεί να μεταδώσει το πακέτο στον παραλήπτη με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Αν το πακέτο φτάσει στον παραλήπτη, τότε το UDP χρησιμοποιεί τους αριθμούς θύρας και την ΙΡ διεύθυνση αποστολέα και παραλήπτη για να παραδώσει το τεμάχιο στην σωστή εφαρμογή.
Το UDP είναι χρήσιμο για την εκπομπή πληροφοριών, καθώς δεν απαιτεί σύνδεση. Μια εφαρμογή που χρησιμοποιεί UDP είναι η Υπηρεσία Ονομασίας Περιοχών (Domain Name System-DNS). Όταν η εφαρμογή DNS ενός υπολογιστή θέλει να θέσει ένα ερώτημα, φτιάχνει το ανάλογο DNS μήνυμα και το στέλνει σε μία υποδοχή UDP. Το UDP προσθέτει τις αντίστοιχες επικεφαλίδες και στέλνει το τεμάχιο στο επίπεδο δικτύου. Το δίκτυο στη συνέχεια εγκλωβίζει το UDP τεμάχιο σε πακέτο και το στέλνει σε έναν εξυπηρετητή ονόματος (name server). Η εφαρμογή DNS στον ερωτώντα υπολογιστή περιμένει μία απάντηση στο ερώτημα. Αν δεν την λάβει, τότε είτε προσπαθεί να ξαναστείλει το πακέτο, ή ενημερώνει την επικαλούμενη εφαρμογή ότι δεν μπορεί να λάβει απάντηση.