2.2.1 Αυτόματη παραγωγή δεδομένων    (Περιεχόμενα)

Υπάρχουν περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει καμία πληροφορία διαθέσιμη σχετικά με τα μοντέλα κυκλοφοριακής ροής και κόστους. Αυτό συμβαίνει όταν υλοποιείται ένα δίκτυο εξ’ ολοκλήρου από την αρχή. Όταν δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία, μια επιλογή είναι η χρήση αυτόματων γεννητριών κυκλοφορίας και κόστους.


Για έναν πίνακα ροής και κόστους, ενός δικτύου με ν πηγές και ν προορισμούς, ο αριθμός των δυνατών εγγραφών του πίνακα ανέρχεται σε:

Με βάση την (1), ένα είναι σίγουρο για έναν πίνακα με 5.000 ή 10.000 εγγραφές. Η δημιουργία του χειρονακτικά είναι εξαιρετικά χρονοβόρα και είναι πολύ πιθανό ότι θα περιέχει πάρα πολλά λάθη. Συνεπώς, ο σχεδιαστής ενός δικτύου έχει ένα πολύ ισχυρό κίνητρο να χρησιμοποιήσει αυτόματες γεννήτριες δεδομένων κατά τη σχεδίαση και υλοποίηση του δικτύου.

2.2.2 Γεννήτριες κυκλοφοριακής ροής (traffic flow generators)   (Περιεχόμενα)

Γεννήτριες αυτού του τύπου, όπως υπονοείται και από την ονομασία τους, χρησιμοποιούνται για την αυτόματη παραγωγή πινάκων ροής (traffic matrices) βασιζόμενες σε προκαθορισμένα μοντέλα κυκλοφοριακής ροής. Οι τρεις πρώτες στήλες του πίνακα 1 αποτελούν ένα παράδειγμα ενός πίνακα ροής. Αυτόματες γεννήτριες κυκλοφοριακής ροής εμπεριέχονται σε πολλά εργαλεία σχεδίασης δικτύων.

2.2.3 Αυτόματες γεννήτριες κόστους (cost generators)   (Περιεχόμενα)

Οι γεννήτριες κόστους είναι παρόμοιες με τις γεννήτριες της προηγούμενης κατηγορίας. Η διαφορά τους είναι ότι χρησιμοποιούνται για την παραγωγή πινάκων κόστους και όχι ροής. Ένα παράδειγμα ενός πίνακα κόστους αποτελούν οι στήλες (1), (2) και (5) του πίνακα 1. Σε πολλές περιπτώσεις σχεδιασμού, μπορεί να χρειάζεται να παραχθούν αρκετοί πίνακες κόστους αντιπροσωπευτικοί των αρκετών επιλογών σε επικοινωνιακά κανάλια. Σε αυτές τις περιπτώσεις η κάθε επιλογή θα πρέπει να αντιπροσωπεύεται από έναν ξεχωριστό πίνακα κυκλοφορίας / ροής.

Μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις στη δημιουργία πινάκων κόστους είναι τα θέματα πολυπλοκότητας που χαρακτηρίζουν πολλές φορές τη διάρθρωση των πάγιων τελών. Για παράδειγμα, ο καθορισμός ενός παγίου δε βασίζεται αποκλειστικά στην απόσταση που διαχωρίζει δύο κόμβους. Κατά συνέπεια, είναι πιθανό ένα κύκλωμα που συνδέει δύο απομακρυσμένους κόμβους να στοιχίζει λιγότερο απ’ ότι ένα που συνδέει δύο άλλους που απέχουν λιγότερο μεταξύ τους. Μολονότι ακριβείς πληροφορίες σχετικές με τα πάγια τέλη είναι διαθέσιμες, η απόκτησή τους είναι αρκετά δαπανηρή, που σημαίνει ότι η λύση της απευθείας απόκτησής τους σε συγκεντρωτική μορφή (π.χ. πίνακες) μπορεί πολλές φορές να είναι πολύ ακριβή για να είναι πρακτική.

Στις περιπτώσεις αυτές, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται εναλλακτικές μέθοδοι εκτίμησης του κόστους των επικοινωνιακών ζεύξεων, όπως διάφορα μοντέλα κόστους. Παρόλο που αυτές οι μέθοδοι είναι φθηνότερες και ευκολότερες απ’ ότι η αγορά ενός εμπορικού εργαλείου αναφοράς παγίων τελών, δεν έχουν την ίδια ακρίβεια. Η ανάγκη για ακρίβεια θα πρέπει κάθε φορά να αντισταθμίζεται με την ανάγκη χρήσης ενός εναλλακτικού σχεδίου προσδιορισμού του κόστους των επικοινωνιακών καναλιών.

Ένα απλό μοντέλο κόστους βασίζεται σε μια γραμμική συνάρτηση απόστασης. Στο μοντέλο αυτό, το κόστος ενός καναλιού μεταξύ ενός κόμβου i και ενός κόμβου j εκτιμώνται από μια συνάρτηση, η οποία περιέχει ένα τμήμα σταθερού και ένα τμήμα μεταβλητού κόστους, f και v αντιστοίχως. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα τμήματα f και v θα ποικίλουν για διαφορετικούς τύπους καναλιών. Η γραμμική συνάρτηση κόστους μπορεί να γραφεί ως:


όπου

Costij = το κόστος της γραμμής μεταξύ δύο κόμβων i και j

f = Το τμήμα σταθερού κόστους

v = Το τμήμα μεταβλητού κόστους

distij = η απόσταση μεταξύ των κόμβων i και j


Όταν η απόσταση μεταξύ των κόμβων i και j είναι εκφρασμένη στο σύστημα συντεταγμένων V & H[3] ( δηλ. (Vi,Hi) , (Vj,Hj) ), η απόσταση distij μεταξύ τους μπορεί να υπολογισθεί εύκολα χρησιμοποιώντας τον παρακάτω τύπο:

Μια κάπως πιο ρεαλιστική εκτίμηση του κόστους μπορεί να αποκτηθεί με τη χρήση μιας τμηματικής (piecewise) γραμμικής συνάρτησης. Σε αυτόν τον τύπο συνάρτησης, τα τμήματα f και v κυμαίνονται ανάλογα με την απόσταση:

Costij = 100.000 + 600/(distij) (για distij μεταξύ 0 - 50 χιλιομέτρων)

Costij = 100.000 + 300/(distij) (για distij μεταξύ 50 - 100 χιλιομέτρων)

Costij = 100.000 + 150/(distij) (για distij μεταξύ 100 - 150 χιλιομέτρων)

Ένα διάγραμμα αυτής της συνάρτησης φαίνεται παρακάτω:





Ένα ακόμη γραμμικό μοντέλο είναι το βηματικό ή το κλιμακωτό μοντέλο (step-wise linear function model). Στο μοντέλο αυτό τα σταθερά έξοδα παραμένουν αμετάβλητα μόνο για μία δεδομένη χιλιομετρική έκταση, ενώ δεν υπάρχουν πλέον μεταβλητά έξοδα.

Costijk = 100.000 (για distijk μεταξύ 0 - 50 χιλιομέτρων)

Costijk = 300.000 (για distijk μεταξύ 50 - 100 χιλιομέτρων)

Costijk = 500.000 (για distijk μεταξύ 100 - 150 χιλιομέτρων)

όπου Costijk= είναι το κόστος της ζεύξης μεταξύ των δύο κόμβων i και j μέχρι το σημείο k.

και distij = η απόσταση μεταξύ των κόμβων i και j

Τέλος, για τα διεθνή επικοινωνιακά κανάλια, τα μοντέλα κοστολόγησης χρειάζεται να επεκταθούν για να συμπεριλάβουν ρεαλιστικότερες εκτιμήσεις. Για παράδειγμα, για την εγκατάσταση ενός καναλιού μεταξύ δύο χωρών, το μοντέλο θα πρέπει να προσαρμοστεί ανάλογα, ώστε να συμπεριληφθούν στην κοστολόγηση τα πάγια τέλη και των δύο χωρών.